1 δικτυωτος
(θύσανος Diod.)
(θύραι Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь > δικτυωτος
2 δικτυωτός
δικτυωτόν φίλτρον — сетчатый фильтр;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δικτυωτός